ὑπόδρομος

ὑπόδρομος
ὑπόδρομ-ος (A), ον,
A running under,

ὄχθῃσιν ὑ. Orph.A.802

; πέτρος ἴχνους ὑ. a stone in the way of his foot, E.Ph.1391.
2 name for a venomous spider, = ψύλλα, Ael.NA6.26.
------------------------------------
ὑπόδρομ-ος (B), ,
A = ὑποδρομή IV, a place for ships to run into, cove, Ph.1.14, al., Ptol.Geog.4.6.2 (pr. n., v.l. Ἱππόδρομος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπόδρομος — running under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόδρομος — (I) ὁ, Α (σχετικά με πλοία) όρμος, αραξοβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρόμος]. (II) ον, Α 1. αυτός που τρέχει κάτω από κάτι («κείνῃσιν δ ὄχθησιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ», Ορφ.) 2. ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, ψύλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόδρομον — ὑπόδρομος running under masc/fem acc sg ὑπόδρομος running under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμοις — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμου — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμους — ὑπόδρομος running under masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμων — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμῳ — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδρομοι — ὑπόδρομος running under masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδρομή — ἡ, Α 1. τρέξιμο κάτω από κάτι ή τρέξιμο στην πορεία ενός άλλου πράγματος («αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑποδρομαί», Κλεομήδ.) 2. υπόγεια οδός 3. κατάσκιος δρόμος, κατάλληλος για να τρέξει κανείς 4. μτφ. δουλοπρέπεια 5. ὑπόδρομος* (Ι) 6. φρ. «ὑποδρομὴ …   Dictionary of Greek

  • υποδρομώ — έω, Α [ὑπόδρομος (II)] τρέχω κάτω από κάτι ή τρέχω σκύβοντας, ὑποτρέχω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”